- κύκαθρο
- και κύκηθρο, το (Α κύκηθρον)1. εργαλείο για ανακάτεμα2. μτφ. (για πρόσ.) ταραξίας, ανακατωσούρας («καὶ λάλος καὶ συκοφάντης καὶ κύκηθρον καὶ τάρακτρον», Αριστοφ.)νεοελλ.είδος τσάπας με την οποία αναμιγνύεται ο ασβέστης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -θρον*].
Dictionary of Greek. 2013.